Ποίηση

 

ΑΛΙΜΟΝΟ

Αλίμονο,σε ποιων ανθρώπων έφτασα τη χώρα;
Δεν είναι  γη ανθόσπαρτη ούτε και μυροφόρα..
Είναι μια γη που καίγεται στο έλεος της φρίκης.
Που ‘ναι λοιπόν τα θαύματα, η χώρα της Αλίκης;
 Αλίμονο,σε ποιων ανθρώπων έφτασα τη χώρα;
αποκαΐδια,  ερημιά, μια γη σα νεκροφόρα..
Που ‘ν τα παιχνίδια, οι χαρές τα γέλια που μου τάξαν,
μήπως και βάλανε φτερά και μακριά πετάξαν;
 Αλίμονο,σε ποιων ανθρώπων έφτασα τη χώρα;
Εγώ ένα μικρό παιδί τι θέλω εδώ τώρα;.
Ποιος θα μου μάθει γράμματα, παιχνίδια και τραγούδια;
ποιος θα μου μάθει  να γελώ  και που θα βρω λουλούδια;
 Αλίμονο,σε ποιων ανθρώπων έφτασα τη χώρα;
εδώ μονάχα φίδια ζουν και ζώα σαρκοβόρα..
Γέλια τραγούδια και χαρά είναι στη γη θαμμένα
όπου κοιτάξω μοναξιά και πρόσωπα θλιμμένα.
 Αλίμονο,σε ποιων ανθρώπων έφτασα τη χώρα;
που ‘ ναι οι Μάγοι οι καλοί που θα μου δίναν δώρα;
Μάνα, πατέρα δυστυχώς δε γνώρισα ακόμα
και τα όνειρά μου ο Θεός τα έφτιαξε από χώμα.
Αλίμονο,ποιος άλλαξε του ήλιου μου το χρώμα;

ΑΝ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΩ ΞΑΝΑ

Αν ήταν να γεννιόμουνα ξανά
θα ήθελα στη θάλασσα να ζήσω
αβύθιστο σκαρί στο πουθενά
του κόσμου τη βρωμιά να μη γνωρίσω 
Αν ήταν να γεννιόμουνα ξανά
στη πόλη αυτή δε θα ξαναγυρίσω
να ήμουνα γεράκι στα βουνά
ελεύθερος εκεί να ξεψυχήσω 
Μα αν ήτανε να γεννηθώ ξανά
κι αν έπρεπε να ζήσω την αγάπη
θα ήταν στη δική σου αγκαλιά
κι ας έσβηνε ο κόσμος απ’ το χάρτη 
Αν ήταν να γεννιόμουνα ξανά
κανένας να μην ήξερε για μένα
ας μου ‘λειπαν τα λόγια τα φτηνά
αισθήματα που είναι πεθαμένα
Αν ήταν να γεννιόμουνα ξανά
θα είχα ολοκαίνουργια φεγγάρια
με όνειρα η νύχτα να περνά
θα έσβηνα της μοίρας μου τ’ αχνάρια.

 
ΓΗ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΩΝ  ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Θωρούσαν τη τόσο μικρή και άτολμη πως ήταν
πιστέψαν οι αχόρταγοι, της γης οι αρχοντάδες
του κάτω κόσμου οι δυνατοί που θεϊκό δεν είχαν
πως θα την κάμουν του χεριού και θα την έχουν δούλα
και πάνω της χιμήξανε με τ’ άσπλαχνα κοντάρια
γιατί την είδαν άτολμη κι όχι Θεά από ‘κείνες
που στρατηγεύουν στων αντρών τους μυθικούς πολέμους
για να γενεί πατρίδα γη Θεών και Αθανάτων
Κι όσο πολέμαγε αυτή όλοι οι οχτροί λυγούσαν
κι όσο υψώνοταν ορθή αυτοί την προσκυνούσαν
κι όσο ορθώνονταν ψηλά της δόξας οι σημαίες
σελίδες γράφαν ένδοξες παντοτινές κι ωραίες
Λυσσομανούσαν οι καιροί με τους οχτρούς αντάμα
κι αυτή τη γη την πνίξανε στο αίμα και στο κλάμα
μα δεν κιοτεύουν οι Θεές, τη μοίρα τους ορίζουν
απ’ τη φωτιά πετάγονται και πάλι κυματίζουν
Βαρύ το χώμα γίνηκε και σκέπασε τα όρνια
τι κι αν στο αίμα πνίγηκε θα βασιλεύει αιώνια
κοντά λοιπόν τα χέρια σας κακό να μη σας βρει
ετούτη η γη είναι θεριό με τη φωτιά θεριεύει.
Κάποια στιγμή θα με ρωτήσεις γιατί σου κράταγα το χέρι
γιατί σου έλεγα μη τρέχεις μη παίζεις πια με το μαχαίρι
Κάποια στιγμή θα με κοιτάξεις όπως κοιτούσες σαν παιδάκι 
με τα θλιμμένα σου ματάκια το χαλασμένο σου τραινάκι
Και γώ δεν θα ‘χω απαντήσεις
γιατί σ’ ανάγκασα να ζήσεις
σε ένα κόσμο γκρεμισμένο
χίλιους κινδύνους να γνωρίσεις
Και γω δεν θα ‘χω απαντήσεις
γιατί σ’ ανάγκασα να ζήσεις
σε ένα κόσμο γκρεμισμένο
σαν το σπασμένο σου το τραίνο
Κάποια στιγμή θα με ρωτήσεις γιατί σε φύλαγα τα βράδια
γιατί κοντά σου ξαγρυπνούσα όταν φοβόσουν τα σκοτάδια
Κάποια στιγμή θα με κοιτάξεις κι όταν το μίσος θα χορτάσεις 
ίσως και τότε να ρωτήσεις γιατί σε ανάγκασα να ζήσεις.
ΜΥΡΙΝΑ ΚΟΡΗ ΒΑΣΙΛΙΑ  ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΕΙ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ
Μύρινα, κόρη Βασιλιά της Ιωλκού, Κρηθέα
που σου ‘μελλε να παντρευτείς για χάρη της ειρήνης
το Θόαντα του Διόνυσου, το Βασιλιά της Λήμνου
που πρώτος στη Λημνιά τη γη εφύτεψε τ’ αμπέλι
Μύρινα, κόρη Βασιλιά που βάφτισες την πόλη
που λάξευσαν το χώμα σου Μίνυες κι Αθηναίοι
και Πελασγοί, Βυζαντινοί, Φράγκοι μα και Τούρκοι
και χτίσανε στα πόδια σου τα δυο, όμορφο κάστρο
Μύρινα, κόρη Βασιλιά, πόλη στη Λήμνο πρώτη
που σήκωσες το κάστρο σου απ΄ του γιαλού τα βάθια
π’ ορίζαν Τούρκοι καστρινοί κι απ’ έξω βαρουσιώτες
απ’ το Ρωμέικο γιαλό ως το γιαλό των Τούρκων
Μύρινα, κόρη Βασιλιά και πόλη και λατρεία                               
στο κάστρο σου το όμορφο κρατάς την ιστορία                        
που κακοτάξιδοι καιροί το δέρνουνε αντάμα                            
εκεί που όρνια έζησαν και τώρα ζουν ελάφια
Μύρινα, κόρη Βασιλιά…… βγαλμένη από τα βράχια.
 Όταν σωπάσουν τα καμπαναριά
κι όταν το φως απ’ τα καντήλια σβήσει
τότε θα σβήνει η λευτεριά
θα γέρνει αργά στου θάνατου τη δύση
Όταν σωπάσουν τα πουλιά
στο δάσος που θα μοιάζει νεκρωμένο
τότε θα σβήνει και η λευτεριά
θα σωριαστεί σαν το πουλί το λαβωμένο
Κι όταν κρυφτεί ο ουρανός
στο σύννεφο της σκόνης του πολέμου
τότε θα γίνει η λευτεριά
καπνός μέσα στο διάβα του ανέμου
Μα τότε εσύ λεβέντισσα καρδιά
θα νιώσεις την ανάγκη ν’ αναστήσεις
αυτούς που γνώρισαν για πάντα λευτεριά
στη μνήμη των παιδιών σου για να ζήσεις.